Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄσσομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄσσομαι (ὄσσε), Επικ. αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ. χωρίς αύξ., 1. βλέπω, ὀσσόμενος πατέρ' ἐσθλὸν ἐνὶ φρεσίν (έτσι στον Σαίξπηρ: «στα μάτια του μυαλού μου»), σε Ομήρ. Οδ. 2. προμαντεύω, προοιωνίζομαι, κακά, ἄλγεα, σε Όμηρ. 3. προαναγγέλω, προλέγω στους άλλους, στον ίδ.