Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄσσε"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄσσε, τώ, ουδ. δυϊκ., τα δύο μάτια, ονομ. και αιτ. στον πληθ. με επίθ., ὄσσε φαεινὰ αἱματόεντα, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ. με ρήμα, πυρὶ δ' ὄσσε δεδήει, στον ίδ.· γεν. πληθ. ὄσσων, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· και δοτ. ὄσσοις, ὄσσοισι, σε Ησίοδ.