
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὄρχις"
- ὄρχις, -ιος και -εως, Αττ. ονομ. πληθ. ὄρχεις, Ιων. ὄρχιες, ο ανδρικός γεννητικός αδένας, σε Ηρόδ.