LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὄρπηξ"
- ὄρπηξ, Αττ. ὅρπηξ, -ηκος, Δωρ. ὄρπαξ, -ᾱκος, ὁ, 1. δεντρύλλιο, νεόφυτο δέντρο, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. 2. οτιδήποτε κατασκευασμένο από τέτοια δέντρα, μαστίγιο, βουκέντρα, σε Ησίοδ.· λόγχη, σε Ευρ.