Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄρνυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄρνῡμι ή -ύω, προστ. ὄρνῠθι, ὄρνῠτε· γʹ ενικ. και πληθ. παρατ. ὤρνυεν, -υον, μέλ. ὄρσω, αόρ. αʹ ὦρσα, Ιων. γʹ ενικ. ὄρσασκε· αόρ. βʹ με αναδιπλ., ὤροραΜέσ., ὄρνῠμαι, παρατ. ὠρνύμην, μέλ. ὀροῦμαι, γʹ ενικ. ὀρεῖται· αόρ. βʹ ὠρόμην, γʹ ενικ. ὤρετο, συνηρ. ὦρτο, Επικ. γʹ πληθ. ὄροντο, ὀρέοντο· προστ. ὄρσο ή ὄρσεο, Ιων. ὄρσευ· γʹ ενικ. υποτ. ὄρηται· απαρ. ὄρθαι, συνηρ. αντί ὀρέσθαι· μτχ. ὀρόμενος, ὄρμενος — στη Μέσ. ανήκει επίσης ο παρακ. ὄρωρα (άπαξ ὤρορε), και γʹ ενικ. υπερσ. ὀρώρει, ὠρώρει· στον Όμηρ. επίσης, Παθ. τύπος ὀρώρεται = ὄρωρε, υποτ. ὀρώρηται (*ὌΡΩ· είναι η ρίζα από την οποία σχηματίζονται οι περισσότεροι τύποι).
Σημασία που προκύπτει από τη ρίζα· κινώ, ανακινώ, διεγείρω, στον ίδ. 1. λέγεται για σωματική κίνηση, ενθαρρύνω, παροτρύνω, διεγείρω, εξεθερίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με απαρ., Ζεὺςὦρσε μάχεσθαι, τον παρότρυνε να πολεμήσει, σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ., με παρακ. ὄρωρα, κινούμαι, αναδεύομαι, εἰς ὅ κε.. μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ, εφόσον τα μέλη μου έχουν τη δύναμη να κινηθούν, σε Όμηρ.· προστ. αορ. αʹ ὄρσεο, ὄρσευ, ὄρσο, κουνήσου! εμπρός! σήκω! στον ίδ.· με εχθρική σημασία, εφορμώ, ορμώ με μανία, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. σηκώνω, κάνω κάποιον να σηκωθεί, ξυπνώ κάποιον, καλώ, φέρνω στο φως, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ζώα, εξερεθίζω, τρέπω σε φυγή, κυνηγώ, σε Όμηρ. — Μέσ., σηκώνομαι, αναπηδώ, ιδίως από το κρεβάτι, στον ίδ.· στον Μέσ. παρακ., ὤρορεθεῖος ἀοιδός, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., σηκώνομαι να κάνω κάτι, ετοιμάζομαι να κάνω κάτι, ὦρτο ἴμεν, στο ίδ.· ὦρτο Ζεὺς νιφέμεν, άρχισε ή ξεκίνησε να χιονίζει, σε Ομήρ. Ιλ. 3. επιφέρω, εξεγείρω, Λατ. ciere, λέγεται για καταιγίδες και τα όμοια, που επιφέρουν οι θεοί, σε Όμηρ., Αισχύλ.· ομοίως, ὄρσαι ἵμερον φόβον, μένος, πόλεμον κ.λπ., σε Όμηρ. — Μέσ., ανατέλλω, εγείρομαι, Λατ. orior, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄρνυται πένθος, στόνος κ.λπ.· στο ίδ., δοῦρα ὄρμενα πρόσσω, τα βέλη πετούσαν προς τα μπρος, στο ίδ.