Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄρνις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄρνις[l], και , γεν. ὄρνῑθος, αιτ. ὄρνῐθα και ὄρνιν· πληθ., ονομ. και αιτ. ὄρνιθες, -θας, αλλά στην αιτ. επίσης ὄρνεις ή ὄρνῑς· Δωρ. αιτ. ὄρνῑχα· γεν. πληθ. ὀρνίχων· δοτ. ὄρνιξι, ὀρνίχεσσι (όπως αν προερχόταν από τύπο ὄρνιξI. 1. πουλί, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά προστίθεται σε συγκεκριμένα ονόματα πουλιών, ὄρνισιν ἐοικότες αἰγυπιοῖσιν, σε Ομήρ. Ιλ.· λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς, σε Ομήρ. Οδ.· ὄρνις ἀηδών, πέρδιξ, σε Σοφ.· ὄρνις ἀλκυών, ὄρνις κύκνος, σε Ευρ. II. 1. όπως το οἰωνός, πουλί που παρέχει οιωνούς με το πέταγμα και τις κραυγές του, τις οποίες ερμήνευε ο οιωνοσκόπος, σε Όμηρ., Σοφ. 2. μεταφ., όπως το Λατ. avis αντί augurium, οιωνός ή προφητεία που λαμβάνεται από το πέταγμα ή τις κραυγές των πουλιών, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, γενικά, οιωνός, προμήνυμα, χωρίς ευθεία αναφορά σε πουλιά, σε Ομήρ. Ιλ. III. στην Αττ., ὄρνις, , κυρίως, κόκορας, ενώ ὄρνις, , κότα, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ. IV.στον πληθ., μερικές φορές αγορά όπου εκτίθενται πουλιά, σε Αριστοφ., Δημ. V. Μοισᾶν ὄρνιθες, τα πουλιά των Μουσών, δηλ. οι Ποιητές, σε Θεόκρ.· παροιμ., ὀρνίθων γάλα, «και του πουλιού το γάλα», δηλ. κάθε αξιοπερίεργη λιχουδιά ή αξιοθαύμαστη εύνοια της τύχης, σε Αριστοφ.