Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄρθριος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄρθριος, , -ον και -ος, -ον (ὄρθρος), αυτός που αναφέρεται ή συμβαίνει ξημερώματα, πρωί, πρωινός, κυρίως με ρήματα που δηλώνουν κίνηση, έτσι ώστε να συμφωνεί με το πρόσωπο που δρα, ἀφίκετο ὄρθριος, σε Ομηρ. Ύμν.· ὄρθριος ἥκειν, σε Πλάτ.· επίσης, ὄρθριον ᾄδειν (ενν. ᾆσμα), λέγεται για πετεινό, σε Αριστοφ.· τὸ ὄρθριον, ως επίρρ., το πρωί, νωρίς, σε Ηρόδ.