Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄργανον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄργᾰνον, τό (*ἔργω), I. 1. όργανο, εργαλείο, σύνεργο για την κατασκευή ή την επίτευξη κάποιου πράγματος, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, ἁπάντων ἀεὶ κακῶν ὄργανον, σε Σοφ. 2. αισθητήριο όργανο, σε Πλάτ. 3. μουσικό όργανο, στον ίδ. 4. χειρουργικό εργαλείο, σε Ξεν. II. έργο, παράγωγο, λαΐνεα Ἀμφίονος ὄργανα, τα λίθινα έργα του Αμφίωνα, δηλ. τα τείχη των Θηβών, σε Ευρ.