Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄνυξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄνυξ, -ῠχος, , Επικ. δοτ. πληθ. ὀνύχεσσι· Λατ. unguis· I. στον Όμηρ. μόνο στον πληθ., λέγεται για τα νύχια του αετού· λέγεται για ανθρώπους, νύχι, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· χρησιμ. για άλογα και βόδια, οπλή, σε Ξεν.· ιδιωματικές φράσεις, εἰς ἄκρους τοὺς ὄνυχας ἀφίκετο (ενν. ὁ οἶνος), το κρασί με ζέστανε ως τις άκρες των δακτύλων μου, σε Ευρ.· ὄνυχας ἐπ' ἄκρους στάς, στέκοντας στις μύτες των ποδιών, Λατ. summis digitis, στον ίδ.· ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων, από την τρυφερή, από την παιδική ηλικία, στον Οράτ. de tenero ungui, σε Ανθ.· ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι, με νύχια και με δόντια, δηλ. με κάθε δυνατό τρόπο, σε Λουκ. II. πολύτιμος λίθος που έχει φλέβες, «νερά», στον ίδ.