Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄνος"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ὄνος, και , γάιδαρος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· I. παροιμ.: 1. περὶ ὄνου σκιᾶς, λέγεται για ίσκιο γαϊδάρου, δηλ. για το τίποτε, Λατ. de lana caprina, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. ὄνου πόκαι ή πόκες, βλ. πόκος II. 3. ἀπ' ὄνου πεσεῖν, αυτός που βρίσκει τον μπελά του από την ίδια του την αδεξιότητα, με λογοπαίγνιο από το ομόηχο ἀπὸ νοῦ πεσεῖν, σε Αριστοφ. 4. ὄνος ἄγων μυστήρια, λέγεται για κάποιον βαρυφορτωμένο, στον ίδ. 5. ὄνου ὑβριστότερος, λέγεται για κτηνωδία, σε Ξεν. 6. ὄνου ὦτα λαβεῖν, όπως ο Μίδας, σε Αριστοφ. II. ὄνων φάτνη, φωτεινή σωρεία αστέρων στο μέσο του διαστήματος όπου βρίσκονται οι δύο ὄνοι (δύο αστέρες στον κόλπο του αστερισμού του Καρκίνου), Λατ. praesepe, σε Θεόκρ. III. από την ιδιότητα του γαϊδάρου ως αχθοφόρου ζώου: 1. μηχανή ανύψωσης, τροχαλία, σε Ηρόδ. 2. η επάνω μυλόπετρα του μύλου, ὄνος ἀλέτης, σε Ξεν.· ομοίως, μύλος ὀνικός, σε Κ.Δ. 3. μεγάλο πλατύστομο ποτήρι, κρασοπότηρο, σε Αριστοφ.
ὄνοσαι, Επικ. βʹ ενικ. του ὄνομαι.
ὀνοσσάμενος, μτχ. Επικ. αορ. αʹ του ὄνομαι· ὀνόσσεσθαι, Επικ. απαρ. μέλ.
ὀνοστός, , -όν (ὄνομαι), αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος ή αξιοκαταφρόνητος, σε Ομήρ. Ιλ.