Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄνομα"

Βρέθηκαν 11 λήμματα [1 - 11]
ὄνομα, τό, Ιων. και ποιητ. οὔνομα, Αιολ. ὄνῠμα, Λατ. nomen, όνομα, σε Όμηρ. κ.λπ.· I. 1. απόλ., με το όνομα, πόλις ὄνομα Καιναί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης στη δοτ., πόλις Θάψακος ὀνόματι, στον ίδ. 2. ὄνομα θεῖναί τινα, δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά συνήθως στη Μέσ., ὄν.θέσθαι, στο ίδ., Αττ.· και στην Παθ., ὄν. κεῖταί τινι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ὄν. ἔχειν ἀπό τινος, σε Ηρόδ. 3. ὄνομα καλεῖν τινα, αποκαλώ κάποιον με ένα όνομα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ομοίως, με Παθ. ρήματα, ὄν. ὠνομάζετο Ἕλενος, σε Σοφ.· ὄν. κέκληται δημοκρατία, σε Θουκ. II. «όνομα», φήμη, Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ μέγα ὄν. τῶν Ἀθηνῶν, σε Θουκ.· ὄνομα ή τὸ ὄνομα ἔχειν, είμαι ονομαστός για κάτι (καλό ή κακό), στο βʹ ευκτ., σε Θουκ. III. 1. το όνομα καθεαυτό, σε αντίθ. προς το πραγματικό πρόσωπο ή πράγμα, σε Ομήρ Οδ.· σε αντίθ. προς το ἔργον, σε Ευρ. κ.λπ. 2. ψευδές όνομα, προσποίηση, πρόφαση, ὀνόματι ή ἐπ' ὀνόματι, με το πρόσχημα ότι, σε Θουκ. IV.ὄνομα επίσης σε περιφρ. εκφράσεις, ὄνομα τῆς σωτηρίας, αντί σωτηρία, σε Ευρ.· ὦ φίλτατον ὄνομα Πολυνείκου, στον ίδ. V. φράση, έκφραση, σε Ξεν.· γενικά, ρήση, λόγος, ομιλία, σε Δημ. VI.στη Γραμματική, όνομα, ουσιαστικό, Λατ. nomen, σε αντίθ. προς το ρήμα verbum, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
ὀνομάζω, Ιων. οὐνομάζω, παρατ. ὠνόμαζον, Επικ. ὀν-· μέλ. ὀνομάσω, αόρ. αʹ ὠνόμασα, Ιων. οὐν-· παρακ. ὠνόμακαΠαθ., αόρ. αʹ ὠνομάσθην· ὠνόμασμαι· Αιολ. Μέσ. μέλ. ὀνυμάξομαι, και Ενεργ. αόρ. αʹ ὀνύμαξα (ὄνομαI. 1. ονομάζω, μιλώ ονομαστικά για κάποιον, καλώ ή απευθύνομαι σε κάποιον με το όνομά του, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ξεν. 2. λέγεται για πράγματα, ορίζω, κατονομάζω, συγκεκριμενοποιώ, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. ὀν. τινά τι, καλώ κάποιον μ' ένα όνομα, αποκαλώ, σε Ηρόδ., Αττ.· στη Μέσ., παῖδά μ' ὠνομάζετο, μ' αποκαλούσε γιο του, σε Σοφ.Παθ., ὄνομα δ' ὠνομάζετο Ἕλενος, στον ίδ. κ.λπ. 2. το εἶναι συχνά προστίθεται πλεοναστικά, τὰς οὐνομάζουσι εἶναι Ὑπερόχην καί..., που τα ονόματά τους λέγεται ότι είναι..., σε Ηρόδ.· σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα εἶναι, σε Πλάτ. III. ονομάζω, δίνω όνομα εξαιτίας κάποιου πράγματος, ενός γεγονότος..., ἐπί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἔκ τινος, σε Σοφ.Παθ., ἀπὸ τούτου τοῦτο οὐνομάζεται, απ' όπου προήλθε αυτό το ρητό, σε Ηρόδ. IV. χρησιμοποιώ ονόματα ή λέξεις, μάλα σεμνῶς ὀνομάζων, σε Δημ.
ὄνομαι, Επικ. βʹ ενικ. ὄνοσαι, βʹ πληθ. οὔνεσθε, γʹ πληθ. ὄνονται, γʹ ενικ. ευκτ. ὄνοιτο, γʹ πληθ. παρατ. ὤνοντο· Επικ. μέλ. ὀνόσσομαι· αόρ. αʹ ὠνοσάμην, Επικ. μτχ. ὀνοσσάμενος· Επικ. γʹ ενικ. αορ. ὤνατο· και Παθ. ὠνόσθην· αποθ., κατηγορώ, ψέγω, επιρρίπτω μομφή, συμπεριφέρομαι περιφρονητικά, χλευάζω, τι, σε Όμηρ.· ἦ οὔνεσθ', ὅτι μοι Ζεὺς ἔδωκεν; με κατηγορείτε για όσα μου έδωσε ο Δίας; σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., οὐδ' ὥς σε ἔολπα ὀνόσσεσθαι κακότητος, ελπίζω να μη μεμψιμοιρείς με τη συμφορά σου (δηλ. δεν την θεωρώ καθόλου βαριά), σε Ομήρ. Οδ.· ὀν. τινα, επιρρίπτω κατηγορία σε, σε Ηρόδ.
ὀνομαίνω, Ιων. μέλ. οὐνομανέω, αόρ. αʹ ὠνόμηνα, Επικ. ὀνόμηνα· I. 1. Επικ. και Ιων. αντί ὀνομάζω, ονομάζω ή καλώ ονομαστικά· λέγεται για πράγματα, κατονομάζω, απαριθμώ, επαναλαμβάνω, σε Όμηρ. 2. απλώς, προφέρω, λέω, μιλώ, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ. μέλ., υπόσχομαι ότι θα κάνω κάτι, στο ίδ. II. ορίζω, διορίζω, σε Ομήρ. Ιλ.
ὀνομα-κλήδην, επίρρ. (καλέω), καλώ ονομαστικά, κατ' όνομα, με το όνομα, Λατ. nominatim, σε Ομήρ. Οδ.
ὀνομα-κλήτωρ, -ορος, (καλέω), αυτός που αναγγέλλει τους προσκεκλημένους με το όνομά τους, Λατ. nomenclator, σε Λουκ.
ὀνομα-κλῠτός, -όν, αυτός που έχει ένδοξο όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
ὀνομαστί, επίρρ. (ὀνομάζω), ονομαστικά, με το όνομα, σε Ηρόδ., Θουκ.
ὀνομαστός, Ιων. οὐνομ-, , -όν (ὀνομάζω),· I. φημισμένος, αυτός που είναι δυνατόν να κατονομαστεί, και οὐκ ὀνομαστός, αυτός που δεν είναι δυνατόν να κατονομαστεί ή να αναφερθεί, δηλ. ακατονόμαστος, βδελυρός, Λατ. infandus, σε Ομήρ. Οδ. II. λέγεται για ξακουστό όνομα ή φήμη, αξιομνημόνευτος, ξακουστός, επιφανής, περίφημος, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
ὀνομᾰτο-λόγος, -ον (λέγω), αυτός που αναγγέλλει τα ονόματα των ανθρώπων, Λατ. nomenclator, σε Πλούτ.
ὀνομᾰτο-ποιέω, μέλ. -ήσω, δημιουργώ, πλάθω ονόματα, σε Αριστοφ.