LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὄνειρος"
- ὄνειρος, ὁ ή ὄνειρον, τό, 1. πληθ. ὄνειρα, αλλά ο μεταπλ. τύπος ὀνείρατα (όπως αν προερχόταν από το ὄνειραρ) ήταν πιο συνηθισμένος σε ονομστ. και αιτ.· ομοίως, γεν. ὀνειράτων, δοτ. -ασι· επίσης στον ενικ., γεν. ὀνείρατος, δοτ. ὀνείρατι (ὄναρ)· όνειρο, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. ως κύριο όνομα, Ὄνειρος, ο θεός των ονείρων, στον ίδ., Ησίοδ.· πρβλ. ἐνύπνιον.