Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄνειδος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄνειδος, τό, 1. λοιδορία, επίκριση, κατηγορία, σε Όμηρ.· ὄνειδος ἔχειν, είμαι ατιμασμένος, περιφρονημένος, σε Ηρόδ.· ὄνειδός (ἐστι), με απαρ., σε Ευρ.· ὡς ἐν ὀνείδει, υβριστικά, σε Πλάτ.· πληθ., ὀνείδη ἔχει τὰ μέγιστα, στον ίδ. κ.λπ. 2. αντικείμενο περιφρόνησης, αιτία χλευασμού, σοὶ μὲν δὴ κατηφείη καὶ ὄν., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., τὸ πόλεως ὄν., ντροπή της πόλης, σε Αισχύλ.· ὄν. Ἑλλάνων, σε Σοφ.· ομοίως, ο Οιδίποδας αποκαλεί τις κόρες του τοιαῦτ' ὀνείδη, στον ίδ.