Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄναρ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄνᾰρ, τό, χρησιμ. μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. (οι υπόλοιπες πτώσεις από το ὄνειροςI. 1. όνειρο κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε αντίθ. προς όραμα που εμφανίζεται στον ξύπνιο (ὕπαρ), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· ὥστε μηδ' ὄναρ ἰδεῖν, λέγεται για βαθύ, ήρεμο ύπνο, σε Πλάτ. 2. παροιμ., λέγεται για οτιδήποτε πρόσκαιρο ή αβέβαιο, ψευδές, ὀλιγοχρόνιον ὥσπερ ὄναρ, σε Θέογν.· παρέρχεται ὡς ὄναρ ἥβη, σε Θεόκρ. II. ὄναρ ως επίρρ., στο όνειρο, στον ύπνο, ὄναρ ὑμᾶς καλῶ, σε Αισχύλ.· μηδ' ἰδὼν ὄναρ, ούτε καν στα όνειρά μου, σε Ευρ. κ.λπ.· πρβλ. ὕπαρ.