Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄμφαξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄμφαξ, -ᾰκος, , άγουρο σταφύλι, πάροιθε δὲ τ' ὄμφακές εἰσιν, σε Ομήρ. Οδ.· ὅτ' ὄμφακες αἰόλλονται, σε Ησίοδ.· ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ' ὄμφακος οἶνον, δηλ. φθινόπωρο, όταν τα άγουρα σταφύλια γίνονται κατάλληλα για την παραγωγή κρασιού, σε Αισχύλ.