Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄμμα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ὄμμα, -ατος, τό (η ρίζα βρίσκεται στο ὦμμαι, Παθ. παρακ. του ὁράω)· μάτι, οφθαλμός, σε Όμηρ. κ.λπ.· κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα, Λατ. rectis oculis aspicere, κοιτάζω κατ' ευθείαν, μέσα στα μάτια, σε Σοφ. κ.λπ.· οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα πότ' ἂν προσεῖδον, με τί μάτια θα τον κοιτούσα κατά πρόσωπο, στον ίδ.· ομοίως, ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι, στον ίδ.· λαμπρὸς ὥσπερ ὄμματι, κρίνω από τα μάτια ή την έκφραση κάποιου, στον ίδ.· ἐς ὄμμα τινὸς ἐλθεῖν, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον, μπροστά στα μάτια του, σε Ευρ.· κατ'ὄμματα, ενώπιον κάποιου, σε Σοφ.· ἐλθεῖν κατ' ὄμμα, έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο, σε Ευρ.· αλλά, κατ'ὄμμα ἐπίσης, ως προς την όραση, σε Σοφ.· ὡς ἀπ' ὀμμάτων, κρίνω με το μάτι, Λατ. ex obtutu, στον ίδ.· ἐν ὄμμασι, Λατ. in oculis, μπροστά στα μάτια κάποιου, σε Αισχύλ., Θουκ.· ἐξὀμμάτων, έξω από το οπτικό πεδίο κάποιου, σε Ευρ. II. αυτό που βλέπει κάποιος, θέαμα, όραμα, θέα, σε Σοφ. III. το μάτι του ουρανού, δηλ. ο ήλιος, στον ίδ., Ευρ.· αλλά, ὄμμα νυκτός, περίφρ. αντί νύξ (βλ. κατωτ. IV), σε Αισχύλ., Ευρ. IV.γενικά, φως, οτιδήπτε φέρνει φως, ὄμμα δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν, σε Αισχύλ.· ὄμμα φήμης, φως, χαρά από ευχάριστες ειδήσεις, σε Σοφ. ξύναιμον ὄμμα αντί ξυναίμων, στον ίδ.· ὦ ταυρόμορφον ὄμμα Κηφισοῦ αντί ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, σε Ευρ.
ὀμμᾰτο-στερής, -ές (στερέω),· I. αυτός που έχει στερηθεί τα μάτια του, σε Σοφ., Ευρ. II. Ενεργ., αυτός που αποστερεί τα μάτια, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν, θερμότητα που στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια ή τα άνθη τους, σε Αισχύλ.
ὀμμᾰτόω, μέλ. -ώσω, βάζω σε κάτι μάτια, π.χ. σε αγάλματα — Παθ., φρὴνὠμματωμένη, νόηση προικισμένη με μάτια, με ενορατικές δηλαδή ικανότητες, σε Αισχύλ.