LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὄλυνθος"
- ὄλυνθος, ὁ, σύκο που βγαίνει το χειμώνα και το οποίο σπανίως ωριμάζει, πρόωρο σύκο, Λατ. grossus, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).