Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄλβιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄλβιος, -ον και , -ον, (ὄλβος),· I. λέγεται για πρόσωπα, ευτυχισμένος, μακάριος· στον Όμηρ. πάντοτε σε αναφορά προς τα επίγεια αγαθά, πλούτος, Λατ. beatus, σε Όμηρ. κ.λπ. II. λέγεται για πράγματα, ουδ. πληθ., θεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν, μακάρι να σου έδιναν οι θεοί τα πλούσια δώρα τους, σε Ομήρ. Οδ.· πληθ. ουδ. ως επίρρ., ὄλβια ζωέμεναι, στο ίδ.· επίρρ. -ίως, σε Σοφ.· υπερθ. ὀλβιώτατος, σε Ηρόδ.· στους μεταγεν. ποιητές, ὄλβιστος.