Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄκνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄκνος, , 1. αμφιβολία, δισταγμός, αδράνεια, ραθυμία, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ὄκνος καὶ μέλλησις, σε Θουκ. 2. ανησυχία, φόβος, σε Αισχύλ., Σοφ. 3. με γεν., τοῦ πόνου οὐκ ὄκνος (ἐστί), έκπληξη, σε Σοφ. 4. με απαρ., παρέσχεν ὄκνον μὴ ἐλθεῖν, τους έκανε να διστάζουν να φύγουν, σε Θουκ.· ὄκνος ἦν ἀνίστασθαι, σε Ξεν.