Αποτελέσματα για: "ὄαρ"
Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
-
ὄᾰρ, ὄᾰρος, ἡ, η σύζυγος, γεν. πληθ., ὀάρων ἕνεκα σφετεράων, σε Ομήρ. Ιλ.· συνηρ. δοτ. πληθ., ἀμυνέμεναι ὤρεσσιν, στο ίδ.
-
ὀᾰρίζω (ὄαρος), σε ενεστ. και παρατ., συνδιαλέγομαι ή κουβεντιάζω με κάποιον, συνομιλώ με οικειότητα, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ὀαριζέμεναι (Επικ. απαρ.), στο ίδ.
-
ὀᾰρισμός, -οῦ, ὁ, = ὄαρος, σε Ησίοδ.
-
ὀᾰριστής, -οῦ, ὁ, κοντινός φίλος, οικείος, σε Ομήρ. Οδ.
-
ὀαριστύς, -ύος, ἡ, I. φιλική συζήτηση, ερωτική συνομιλία, σε Θεόκρ.· γενικά, ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς, όπως είναι η πολεμική σύγκρουση, σε Ομήρ. Ιλ. II. ως περιληπτ., προμάχων ὀαριστύς, η συνάντηση, η μάχη της εμπροσθοφυλακής, στο ίδ.
-
ὄᾰρος, ὁ, 1. φιλική συνομιλία, ερωτική συνομιλία, κουβεντούλα, συζήτηση σε οικείο τόνο, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. 2. τραγούδι, ελεγεία, ωδή, σε Πίνδ.