Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄαρ"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
ὄᾰρ, ὄᾰρος, , η σύζυγος, γεν. πληθ., ὀάρων ἕνεκα σφετεράων, σε Ομήρ. Ιλ.· συνηρ. δοτ. πληθ., ἀμυνέμεναι ὤρεσσιν, στο ίδ.
ὀᾰρίζω (ὄαρος), σε ενεστ. και παρατ., συνδιαλέγομαι ή κουβεντιάζω με κάποιον, συνομιλώ με οικειότητα, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.· ὀαριζέμεναι (Επικ. απαρ.), στο ίδ.
ὀᾰρισμός, -οῦ, , = ὄαρος, σε Ησίοδ.
ὀᾰριστής, -οῦ, , κοντινός φίλος, οικείος, σε Ομήρ. Οδ.
ὀαριστύς, -ύος, , I. φιλική συζήτηση, ερωτική συνομιλία, σε Θεόκρ.· γενικά, ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς, όπως είναι η πολεμική σύγκρουση, σε Ομήρ. Ιλ. II. ως περιληπτ., προμάχων ὀαριστύς, η συνάντηση, η μάχη της εμπροσθοφυλακής, στο ίδ.
ὄᾰρος, , 1. φιλική συνομιλία, ερωτική συνομιλία, κουβεντούλα, συζήτηση σε οικείο τόνο, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. 2. τραγούδι, ελεγεία, ωδή, σε Πίνδ.