LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὁρμητήριον"
- ὁρμητήριον, τό (ὁρμάω), I. κάθε μέσο υποκίνησης ή εξέγερσης, ερέθισμα, παρόρμηση, σε Ξεν. II. (από Μέσ. ὁρμάομαι), σημείο εκκίνησης ή αφετηρίας, στρατιωτική θέση, βάση επιχειρήσεων, γαλ. point d' appui, σε Δημ. κ.λπ.