Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὁράω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὁράω, Επικ. ὁρόω, ὁράας, Ιων. ὁρέω· Αττ. παρατ. ἑώρων, Ιων. ὥρεον, Επικ. γʹ ενικ. ὅρα· παρακ. ἑόρακα και ἑώρακαΜέσ., Επικ. βʹ ενικ. ὅρηαι, απαρ. ὁράασθαι· παρατ. ἑωρώμην, επίσης ὡρώμην (προ-), Επικ. γʹ ενικ. ὁρᾶτοΠαθ., παρακ. ἑόραμαι και ἑώραμαι. I. Εκτός από τους τύπους από √ΟΡ, έχουμε: II. από √ΟΠ (βλ. ὄψ), μέλ. ὄψομαι, Επικ. βʹ ενικ. ὄψεαι· αόρ. αʹ ὠψάμην, βʹ πληθ. υποτ. ὄψησθε· παρακ. ὄπωπα· γʹ ενικ. υπερσ. ὀπώπει, Ιων. ὀπώπεε, γʹ πληθ. ὀπώπεσανΠαθ., αόρ. αʹ ὤφθην, Ιων. γʹ πληθ. υποτ. ὀφθέωσι· μέλ. ὀφθήσομαι, παρακ. ὦμμαι, ὦψαι, ὦπται· και, II. από √ϜΙΔ, Ενεργ., αόρ. βʹ εἶδον, παρακ. οἶδα· για τους χρόνους αυτούς, βλ. *εἴδω. Βλέπω, I. 1. απόλ., βλέπω, κοιτάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· κατ' αὐτοὺς αἰὲν ὅρα, συνεχώς κοιτούσε κάτω προς αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁρόων ἐπὶ οἴνοπα πόντον, κοιτάζοντας πάνω από τη θάλασσα, στο ίδ.· ὁρᾶν πρός τι, όπως το Λατ. spectare ad, κοιτάζω προς, ἀκρωτήριον τὸ πρὸς Μέγαρα ὁρῶν, σε Θουκ. 2. διαθέτω όραση, βλέπω, σε Σοφ.· όπου λέει ο Οιδίποδας, ὅσ' ἂν λέγωμεν, πάνθ' ὁρῶντα λέξομεν, (αν και είμαι τυφλός), τα λόγια μου θα έχουν μάτια, δηλ. θα βρίσκουν το στόχο, στον ίδ.· ἀμβλύτερον ὁρᾶν, έχω μειωμένη όραση, σε Πλάτ. 3. κοιτάζω, έχω στραμμένο το βλέμμα μου προς, δηλ. προσέχω, λαμβάνω προφυλάξεις, ὅρα ὅπως..., σε Αριστοφ.· ὅρα εἰ..., πρόσεχε αν..., σε Αισχύλ. κ.λπ. 4. ὁρᾷς; ὁρᾶτε; βλέπεις; βλέπετε; παρενθετικά, ιδίως σε επεξηγήσεις, όπως το Λατ. viden'? σε Αριστοφ. 5. με σύστ. αιτ., βλέπω κάτι αόριστο, αφηρημένο, δεινὸν ὁρῷν ὄσσοισι, σε Ησίοδ.· ἔαρ ὁρόωσα, σε Θεόκρ. II. 1. μτβ., βλέπω ένα αντικείμενο, κοιτάζω κάτι, θωρώ, αντιλαμβάνομαι με την όραση, παρατηρώ, με αιτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· αἰεὶτέρμ' ὁρόων, έχοντας συνεχώς καρφωμένο το βλέμμα μου σ' αυτό, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ποιητ. αντί ζάω, ζώει καὶ ὁρᾷ φάος Ἠελίοιο, σε Όμηρ.· ομοίως, φῶς ὁρᾶν, σε Σοφ.· και στη Μέσ., φέγγος ὁρᾶσθαι, σε Ευρ. III. 1. προσέχω για χάρη κάποιου, προνοώ, τί τινι, σε Σοφ., Θεόκρ. 2. το απαρ. χρησιμ. ως προσδιοριστικό επίθ., δεινὸς ἰδεῖν, τρομερός στην όψη, σε Σόλωνα· ἔχθιστος ὁρᾶν, σε Σοφ. κ.λπ. IV. στη Μέσ. χρησιμ. από τους Ποιητές όπως ακριβώς το Ενεργ., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ. V. Παθ., είμαι ορατός, με βλέπουν, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, όπως το φαίνομαι, αφήνω να με κοιτάξουν, εμφανίζομαι, σε Πλάτ.· τὰ ὁρώμενα, ό,τι γίνεται αντιληπτό με την όραση, ορατά αντικείμενα, στον ίδ. VI. μεταφ., το ὁρᾶν χρησιμ. για να εκφράσει τη διανοητική όραση, ενόραση, διαβλέπω, διαισθάνομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως, ο τυφλός Οιδίποδας λέει, φωνῇ γὰρ ὁρῶ, τὸ φατιζόμενον, βλέπω μέσω των ήχων, όπως λέει το ρητό, στον ίδ.