LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὁπλίτης"
- ὁπλίτης[ῑ], -ου, ὁ (ὅπλον), I. βαριά οπλισμένος, αρματωμένος, δρόμος ὁπλιτῶν, αγώνας δρόμου αντρών που φορούν πανοπλία, σε αντίθ. προς το δρόμος τῶν γυμνῶν, σε Πίνδ.· ὁπλιτῶν στρατός, εξοπλισμένο στράτευμα, στον ίδ. II. ως ουσ., ὁπλίτης, ὁ, βαριά οπλισμένος στρατιώτης του πεζικού, άνδρας υπό τα όπλα· κρατούσε μεγάλη ασπίδα (ὅπλον), απ' όπου και η ονομασία, όπως ο ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του πεζικού (πελταστής), έλαβε την ονομασία του από την μικρή και ελαφριά ασπίδα πέλτη, σε Ηρόδ., Αττ.· ὁπλῖται, αντίθ. προς το ψιλοί, σε Ηρόδ., Θουκ.