Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὁμόφωνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὁμό-φωνος, -ον (φωνή), I. αυτός που μιλάει την ίδια γλώσσα με άλλους, με δοτ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. II. αυτός που έχει τον ίδιο ήχο ή τον ίδιο τόνο, σε συνήχηση, σε ταυτοφωνία με, τινι, σε Αισχύλ.