
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὁμοιόω"
- ὁμοιόω, μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ὡμοίωσα — Παθ., μέλ. ὁμοιωθήσομαι ή Μέσ. ὁμοιώσομαι· αόρ. αʹ ὡμοιώθην, Επικ. απαρ. ὁμοιωθήμεναι (ὅμοιος)· 1. καθιστώ κάτι όμοιο με κάτι, εξομοιώνω, Λατ. assimilarre, τί τινι, σε Ευρ., Πλάτ.· πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμ., προσήρμοζαν τα συναισθήματά τους στις παρούσες περιστάσεις, σε Θουκ. — Παθ., αναγκάζομαι να γίνω ίδιος, γίνομαι παρόμοιος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· στον παρακ. ὡμοίωμαι, είμαι όμοιος, σε Πλάτ. 2. παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω, τί τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.· στην Κ.Δ. λέγεται για τις παραβολές του Ιησού· 3. στη Μέσ. επίσης, ανταποδίδω με τον ίδιο τρόπο, σε Ηρόδ.