Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὁμογνώμων"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὁμο-γνώμων, -ον, γεν. -ονος (γνώμη), σύμφωνος με τη γνώμη κάποιου, σκεπτόμενος με τον ίδιο τρόπο, τινί, με κάποιον, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· ὁμ. τινα λαμβάνειν, ποιεῖν, ποιεῖσθαι, φέρνω κάποιον στη γνώμη μου, σε Ξεν.