Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὁμιλία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὁμῑλία, Ιων. -ίη, (ὁμιλέωI. 1. το να είναι κάποιος μαζί με άλλους, (επι)κοινωνία, συναναστροφή, συντροφιά, Λατ. commercium, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ὁμιλία τινός, (επι)κοινωνία ή συναναστροφή με κάποιον, σε Ηρόδ.· πρός τινα, σε Σοφ. κ.λπ.· τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁμιλίας, εκείνους που αξίζουν τη φιλία μου, σε Αριστοφ.· ὁμιλία χθονός, επαφή, συναλλαγή με μια χώρα, σε Ευρ.· πολιτεία καὶ ὁμιλία, δημόσια και ιδιωτική ζωή, σε Θουκ.· επίσης στον πληθ. Ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι, επαφές, συμμαχία με τους Έλληνες, σε Ηρόδ.· αἱ συγγενεῖς ὁμιλίαι, σχέσεις με συγγενικά πρόσωπα, σε Ευρ. 2. σεξουαλική συνεύρεση, συνουσία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ. 3. διδασκαλία, σε Ξεν.· μεταγεν., διάλεξη, παράδοση μαθήματος, μάθημα. II. σύλλογος, εταιρεία, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· με περιληπτική σημασία, συνοδοιπόροι, επισκέπτες από κοινού, σε Αισχύλ.· ναὸς ὁμιλίας, ναύτες που υπηρετούν στο ίδιο καράβι, σε Σοφ.