Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὁδίτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὁδίτης[ῑ], -ου, , οδοιπόρος, ταξιδιώτης, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· Δωρ. ὁδίτας, σε Θεόκρ.