LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀϊστός"
- οἰστός, -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φέρω, αυτός που μπορεί να γίνει ανεκτός, υποφερτός, σε Θουκ.
- ὀϊστός, Αττ. οἰστός, βέλος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).