Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀϊστός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
οἰστός, , -όν, ρημ. επίθ. του φέρω, αυτός που μπορεί να γίνει ανεκτός, υποφερτός, σε Θουκ.
ὀϊστός, Αττ. οἰστός, βέλος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).