LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀχλώδης"
- ὀχλ-ώδης, -ες (εἶδος), κάτι που μοιάζει με όχλο· ομοίως, 1. ταραχώδης, ακυβέρνητος, σε Πλάτ.· τὸ ὀχλῶδες, οχληρότητα, το να προκαλεί κάποιος ενόχληση σε κάποιον, σε Θουκ. 2. κοινός, χυδαίος, λαϊκός, σε Πλούτ.