Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀχλέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀχλέω, μέλ. -ήσω· I. κινώ, διαταράζω, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται (Ιων. αντί -οῦνται), όλα τα χαλίκια κύλισαν προς τα μπρος ή παρασύρθηκαν από το νερό, σε Ομήρ. Ιλ. II. ενοχλώ, βαρύνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., ενοχλώ, στενοχωρώ, σε Σοφ.