LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀχεύς"
- ὀχεύς, -έως, Επικ. -ῆος, ὁ (ἔχω), οτιδήποτε χρησιμ. για να συγκρατεί ή να στερεώνει κάτι: 1. λωρίδα που χρησιμεύει για το δέσιμο περικεφαλαίας κάτω από το πηγούνι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. στον πληθ., κρίκοι που στερεώνουν τη ζώνη του θώρακα, στο ίδ. 3. δοκός ή μοχλός που χρησιμεύει ως σύρτης για να ασφαλίσει την πόρτα από μέσα, μάνταλο, σε Όμηρ.

