LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀχετός"
- ὀχετός, ὁ (ὀχέω)· I. μέσο για τη μεταφορά νερού, διοχετευτικός σωλήνας, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τάφρος, διώρυγα, αυλάκι, αγωγός υδάτων, σε Αριστ. II. στον πληθ., ρυάκια, χείμαρροι, σε Πίνδ., Ευρ. III. μεταφ., ὀχετὸν παρεκτρέπειν, κατασκευάζω εφεδρική δίοδο ή μέσο διαφυγής, σε Ευρ.