Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀφλισκάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀφλισκάνω (ὀφείλω), μέλ. ὀφλήσω, παρακ. ὤφληκα, αόρ. βʹ ὦφλον, απαρ. ὀφλεῖν, μτχ. ὀφλών· I. 1. χρωστώ, υποχρεούμαι να πληρώσω ένα πρόστιμο, σε Ευρ. κ.λπ. 2. δίκην ὀφλεῖν, καταδικάζομαι σε κάποια δίκη, χάνω μια δίκη, σε Αριστοφ.· ομοίως, ὀφλεῖν δίαιταν, χάνω μία κατά διαιτησία δίκη, σε Δημ.· τὰς εὐθύνας ὀφλεῖν, δεν έχει παρέλθει η οφειλή κάποιου, σε Αισχίν. 3. απόλ., καταδικάζομαι, η πλευρά που χάνει, σε Αριστοφ., Θουκ. 4. με γεν. του εγκλήματος, ὀφλὼν κλοπῆς δίκην, καταδικάζομαι σε δίκη για κλοπή, σε Αισχύλ.· έπειτα, χωρίς το δίκην, ὠφληκὼς φόνου, βρέθηκα ένοχος φόνου, σε Πλάτ.· επίσης, με γεν. της ποινής, θανάτου δίκην ὀφλισκάνω, στον ίδ.· II. γενικά, λέγεται για οτιδήποτε αξίζει κάποιος ως τιμωρία ή φέρει ως όνειδος, αἰσχύνην, βλάβην ὀφλισκάνω, επισύρω την ατίμωση ή τον όλεθρο κάποιου, υποβάλλομαι στις ποινές αυτές, σε Ευρ.· ὀφλισκάνω γέλωτα, είμαι περίγελως, στον ίδ.· δειλίη ὤφλεε πρὸς βασιλῆος, επισύρω πάνω μου την κατηγορία της δειλίας από τον βασιλιά, σε Ηρόδ.· ομοίως, μωρίαν ὀφλισκάνω, σε Σοφ.