Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀφθαλμός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀφθαλμός, -οῦ, (από √ΟΠ, ρίζα των ὄψ-ομαι, ὀφ-θῆναι), I. οφθαλμός, μάτι, κυρίως στον πληθ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐλθεῖν ἐς ὀφθαλμούς τινος, έρχομαι ενώπιον κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐνὀφθαλμοῖσίν τινος, μπροστά στα μάτια κάποιου, Λατ. in oculis, σε Όμηρ., Αττ.· πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν, σε Αισχίν.· ἐξ ὀφθαλμῶν, εκτός του οπτικού πεδίου κάποιου, σε Ηρόδ.· κατ'ὀφθαλμούς, κατά πρόσωπο με κάποιον, σε Αριστοφ. II. στον ενικ., το μάτι του κυβερνήτη ή του ηγεμόνα· πάντα ἰδὼν Διὸς ὀφθαλμός, σε Ησίοδ.· ομοίως, ο βασιλιάς αποκαλείται ὀφθαλμὸς οἴκων, σε Αισχύλ.· και στην Περσία, ὀφθαλμὸς βασιλέως, το μάτι του βασιλιά, λεγόταν ένας έμπιστος αξιωματούχος, μέσω του οποίου επέβλεπε τους υπηκόους του, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. III. ἑσπέρας ὀφθαλμός, νυκτὸς ὀφθαλμός, λέγεται για το φεγγάρι, σε Πίνδ. IV.ο πιο προσφιλής, ο πιο αγαπητός, ο καλύτερος, καθώς τα μάτια είναι το πολυτιμότερο όργανο του σώματος· ὀφθαλμὸς Σικελίας, σε Πίνδ.· μέγας ὀφθαλμός, μεγάλη ευμάρεια, σε Σοφ.V. οφθαλμός, μπόλι, μπουμπούκι ή ανθός ενός φυτού ή ενός δέντρου, σε Ξεν.