Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀτρύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀτρύνω[ῡ], Επικ. απαρ. ὀτρυνέμεν· παρατ. ὤτρυνον, Ιων. ὀτρύνεσκον, Επικ. μέλ. ὀτρῠνέω, αόρ. αʹ ὤτρῡνα· 1. διεγείρω, παρακινώ, κεντρίζω, προτρέπω, ενθαρρύνω, σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., ὀτρύνω τινὰπολεμίζειν, στο ίδ.· γήμασθαι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με το απαρ. να παραλείπεται, ἦ τινα ὀτρυνέεις ἐπίσκοπον (ενν. ἰέναι); δεν θα προτρέψεις κάποιον (να πάει) ως κατάσκοπο; σε Ομήρ. Ιλ.Μέσ. ή Παθ., εγείρομαι, σπεύδω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρ., ὀτρυνώμεθ' ἀμυνέμεν ἀλλήλοισιν, σε Ομήρ. Ιλ. 2. λέγεται για πράγματα, σπεύδω προς τα μπρος, επιταχύνω, αναπτύσσω ταχύτητα, σε Όμηρ. κ.λπ.