LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀσφραντήριος"
- ὀσφραντήριος, -α, -ον, αυτός που οσφραίνεται, ικανός να οσφραίνεται, αυτός που έχει δυνατή όσφρηση, σε Αριστοφ.