Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀστέον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀστέον, τό, Αττ. συνηρ. ὀστοῦν, ποιητ. ὀστεῦν, πληθ. ὀστέα, Αττ. συνηρ. ὀστᾶ, Αττ. γεν. πληθ. ὀστῶν, επίσης ὀστέων (χάριν μέτρου), σε Σοφ., Αριστοφ.· Επικ. γεν. πληθ. ὀστεόφιν (βλ. κατωτ.), Λατ. os, ossis, κόκαλο, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· λευκὰ ὀστέα, τα ξασπρισμένα κόκαλα των νεκρών, σε Ομήρ. Οδ.