Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀρύσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀρύσσω, Αττ. -ττω, μέλ. ὀρύξω, αόρ. αʹ ὤρυξα, Επικ. ὄρυξα, παρακ. ὀρώρῠχα, υπερσ. ὠρωρύχεινΜέσ., αόρ. αʹ ὠρυξάμηνΠαθ., μέλ. ὀρυχθήσομαι και ὀρῠχήσομαι, αόρ. αʹ ὠρύχθην, παρακ. ὀρώρυγμαι, υπερσ. ὀρωρύγμην· I. σκάβω μια τάφρο κ.λπ., σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· τὸ ὀρυχθέν = ὄρυγμα, διώρυγα, τάφρος, σε Ηρόδ. II. σκαλίζω ένα φυτό, σε Ομήρ. Οδ.Μέσ., λίθους ὀρύξασθαι, αναθέτω σε κάποιον να ανασκάψει και να εξαγάγει πετρώματα, σε Ηρόδ.Παθ., ὁ ὀρυσσόμενος χοῦς, χώμα που ανασκάφτηκε, στον ίδ. III. σκάβω διαμέσου, δηλ. φτιάχνω μια δίοδο μεταξύ (όπως το διορύσσειν), τὸν ἰσθμὸν ὀρύσσω, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· τὸ χωρίον ὀρώρυκτο, στον ίδ. IV. θάβω, ἔγχος ὀρύξας, σε Σοφ. V. πὺξ ὀρύσσω, λέγεται για πυγμάχο, δίνω μια σπρωξιά ή μια δυνατή μπουνιά, σε Αριστοφ.