Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀρφανός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀρφᾰνός, , -όν και -ός, -όν, Λατ. orbus, I. ορφανός, αυτός που δεν έχει γονείς, που δεν έχει πατέρα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αττ.· ως ουσ., το ορφανό, σε Πλάτ. II. με γεν., στερούμενος ή στερημένος. 1. λέγεται για παιδιά, ὀρφανὸς πατρός, αυτό που στερείται πατέρα. 2. λέγεται για γονείς, ὀρφανὸς παίδων, στον ίδ.· νεοσσῶν ὀρφανὸν λέχος, σε Σοφ. 3. γενικά, ὀρφανῶν ἑταίρων, σε Πίνδ.· ἐπιστήμης, σε Πλάτ. κ.λπ.