Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀρούω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀρούω (ὄρνυμι), παρατ. ὤρουον, μέλ. ὀρούσω, αόρ. αʹ ὤρουσα, Επικ. ὄρουσα· 1. σηκώνομαι και ορμώ βίαια σε, κινούμαι γρήγορα, εφορμώ, σπεύδω, ορμώ προς τα μπρος, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με γεν. αντικειμενική, ορμώ σε κάτι, αγωνίζομαι για κάτι, σε Πίνδ. 3. με απαρ., είμαι πρόθυμος να κάνω, στον ίδ.