Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀρθόω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀρθόω (ὀρθός), μέλ. -ώσω, σηκώνω σε όρθια στάση· I. λέγεται για ύψος, στήνω κάτι όρθιο, ανασηκώνω κάτι που έχει πέσει ή βρίσκεται κάτω, ανορθώνω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀρθοῦν κάρα, πρόσωπον, σε Ευρ.· λέγεται για κτίρια, ανεγείρω, ανοικοδομώ, ή, γενικά, εγείρω, χτίζω, σε Ευρ., Θουκ.Παθ., σηκώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ή, απλώς, σηκώνομαι από το κάθισμά μου, σηκώνομαι όρθιος, σε Αισχύλ., Σοφ. II. λέγεται για γραμμή, διεύθυνση, ισιώνω, σε Αριστ.Παθ., ἢν τόδ' ὀρθωθῇ βέλος, αν αυτό το βέλος κατευθυνθεί σε ευθεία γραμμή, σε Σοφ. III. 1. μεταφ., (από σημ. I), ανορθώνω, επαναφέρω στην υγεία, την ασφάλεια, την ευημερία, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, εκθειάζω, αποδίδω τιμές, σε Πίνδ. 2. (από σημ. II), καθοδηγώ σωστά, σε Αισχύλ.· ὀρθῶἀγῶνας, οδηγώ σε αίσια έκβαση, στον ίδ.· ὀρθῶ βίον, σε Σοφ.Παθ., επιτυγχάνω, ευημερώ, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· τὸ ὀρθούμενον, επιτυχία, κατόρθωμα, σε Θουκ.· λέγεται για λόγια και γνώμες, είμαι σωστός, αληθής, σε Ηρόδ., Ευρ.· ἐν ἀγγέλῳ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος, κάποιο μυστικό άγγελμα στάλθηκε σωστά από αγγελιοφόρο, όχι μέσω επιστολής, σε Αισχύλ. 3. στην Παθ. επίσης, είμαι έντιμος, συμπεριφέρομαι δίκαια, στον ίδ.