Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀργή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀργή, , I. φυσική ροπή ή κλίση, χαρακτήρας κάποιου, ιδιοσυγκρασία, προδιάθεση, φύση, σε Ησίοδ., Θέογν. κ.λπ.· ἀλωπέκων ὀργαῖς ἴκελοι, σε Πίνδ.· ὀργαὶ ἀστυνόμοι, οι διαθέσεις της κοινωνίας, σε Σοφ.· πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς ὁμοιοῦν, σε Θουκ. κ.λπ. II. 1. πάθος, εμπάθεια, θυμός, οργή, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ὀργῇ χάριν δοῦναι, σε Σοφ.· ὀργῇ εἴκειν, σε Ευρ.· δι' ὀργῆς ἔχειν τινά, σε Θουκ.· ἐν ὀργῇ ἔχειν ή ποιεῖσθαί τινα, στον ίδ. κ.λπ. 2. επιρρ. χρήσεις, ὀργῇ, με θυμό, σε κατάσταση θυμού, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, δι' ὀργῆς, ἐξ ὀργῆς, κατ' ὀργήν, σε Σοφ.· μετ' ὀργῆς, σε Πλάτ. 3. Πανὸς ὀργαί, κρίσεις πανικού (δηλ. έντονες φοβίες σταλμένες από τον Πάνα), σε Ευρ.· αλλά, ὀργή τινος, οργή εναντίον κάποιου ή προς κάτι, σε Σοφ.· ἱερῶν ὀργάς, οργή έναντι ή εξαιτίας των ιερών τελετουργιών, σε Αισχύλ.