Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀργάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀργάω (ὀργή), μόνο σε ενεστ., I. διογκώνομαι από υγρασία, είμαι γεμάτος υγρό, λέγεται για καρπούς, φουσκώνω και ωριμάζω, σε Ηρόδ.· λέγεται για σιτηρά, ὀργᾷ ἀμᾶσθαι, είναι ώριμα για θερισμό, στον ίδ. II. λέγεται για πρόσωπα, γίνομαι λάγνος, έχω ερωτική επιθυμία· έπειτα, γενικά, είμαι πρόθυμος ή έτοιμος, είμαι σε διέγερση, σε Θουκ.· ὀργῶν κρίνειν, κρίνω υπό την επιρροή πάθους, οργής, στον ίδ.· με απαρ., ὄργα μαθεῖν, είμαι πρόθυμος να μάθω, σε Αισχύλ. III. μτβ., όπως το ὀργάζω, μαλάσσω, κατεργάζομαι δέρμα, σε Ηρόδ.