LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀρίγανον"
- ὀρίγᾰνον[ῑ], τό, βότανο με πικρή γεύση, ρίγανη, ματζουράνα, ὀρίγανον βλέπειν, μοιάζω με ρίγανη, δηλ. έχω τραχιά, δύστροπη όψη, σε Αριστοφ.