Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀπός"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
ὀπός, , Λατ. sapor, χυμός, ιδίως ο γαλακτώδης χυμός από συκιά· χρησιμοποιείται ως πυτιά, μαγιά (τάμισος) για την πήξη του γάλακτος, σε Ομήρ. Ιλ.
ὀπός, γεν. του ὄψ.
ὁποσάκῐς[ᾰ], επίρρ., τόσες φορές όσες, Λατ. quoties, σε Ξεν.
ὁποσά-πους, , , -πουν, τό, πόσων ποδών μακρός, σε Λουκ.
ὁποσᾰχῆ (ὁπόσος), επίρρ., σε τόσα μέρη όσα, σε Ξεν.
ὁπόσε, Επικ. ὁππόσε, ποιητ. αντί ὅποι, σε Ομήρ. Οδ.
ὁπόσος, , -ον, Επικ. ὁππόσος, ὁπόσσος, Ιων. ὁκόσος· συσχετικό προς το πόσος· I. 1. όπως το ὅσος, λέγεται για αριθμό, τόσα πολλά όσα, Λατ. quotquot, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁπόσαι ψάμαθοι κλονέονται, καθορᾷς, σε Πίνδ.· πᾶσι θεοῖς, ὁπόσοι τὴν Διὸς αὐλὴν εἰσοιχνεῦσιν, σε Αισχύλ.· τοσαῦτα, ὁπόσα σοι φίλον, σε Πλάτ.· ὁπόσους πλείστους ἐδυνάμην, σε Ξεν.· στην πεζογραφία, το ὁπόσος ἄν με υποτ., ὁπόσοις ἂν δοκῇ, σε Θουκ. 2. λέγεται για ποσότητα, τόσο όσο, λέγεται για μέγεθος ή διάστημα, τόσο μεγάλο όσο, Λατ. quantus, ὁπόσσον ἐπέσχε, τόσο μακριά όσο εξαπλώθηκε, σε Ομήρ. Ιλ. 3. με προσθήκη αοριστολογικών μορίων, ὁποσοσοῦν, οσοδήποτε μεγάλος ή οσοδήποτε πολύς, Λατ. quantuscunque, σε Θουκ.· Ιων. δοτ. πληθ. θηλ. ὁκοσῃσιῶν, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὁποσῳδήποτε, σε Δημ. II. σε πλάγιες ερωτήσεις, ἠρώτων τὸ στράτευμα, ὁπόσον εἴη, σε Ξεν.
ὁπόστος, , -ον, σε ποια αριθμητική σχέση, σειρά, Λατ. quotus, ὁπόστος εἰλήχει, με ποιον αριθμό, σε ποια σειρά είχε κληρωθεί, σε Πλάτ.· ὁποστοσοῦν, Λατ. quotuscunque, σε Δημ.