LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀπτός"
- ὀπτός, -ή, -όν, 1. ψημένος, ψητός στα κάρβουνα ή στη σχάρα, σε Ομήρ. Οδ.· ἑφθὰ καὶ ὀπτά, βραστά και ψητά κρέατα, σε Ευρ. 2. ψητός στο φούρνο, σε κεραμικές εστίες, σε Ηρόδ. 3. λέγεται για το σίδερο, σφυρήλατο, πυρακτωμένο, σε Σοφ.

