Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀπτήρ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ὀπτήρ, -ῆρος, (ὄψ), I. αυτός που κοιτάζει ή κατασκοπεύει, κατάσκοπος, σπιούνος, Λατ. speculator, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. II. στην πεζογραφία, αυτόπτης μάρτυρας, σε Ξεν.
ὀπτήρια (ενν. δῶρα), τά (ὄψ), δώρα που προσφέρονταν από τον γαμπρό όταν για πρώτη φορά έβλεπε την νύφη χωρίς το πέπλο της· γενικά, δώρα που προσφέρονται από κάποιον για να αντικρύσει κάτι, σε Ευρ.