LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀπάων"
- ὀπάων[ᾱ], -ονος, ὁ, Ιων. ὀπέων, -ωνος (ὀπάζω), I. 1. σύντροφος στον πόλεμο, αυτός που κρατάει τα όπλα του πολεμιστή-ήρωα, όπως ο Μηριόνης του Ιδομενέα, ο Φοίνικας του Πηλέα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. γενικά, ακόλουθος, υπηρέτης, Λατ. famulus, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. ως επίθ., συνοδευτικός, σε Ανθ.