Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀπάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀπάζω, παρατ. ὤπαζον· Επικ. μέλ. ὀπάσσω· αόρ. αʹ ὤπασα, Επικ. επίσης ὄπασσαΜέσ., Επικ. βʹ ενικ. μέλ. ὀπάσσεαι· αόρ. αʹ ὠπασάμην, Επικ. γʹ ενικ. ὀπάσσατο· I. μτβ. του ἕπομαι, κάνω, προστάζω κάποιον να ακολουθήσει, στέλνω κάποιον μαζί με έναν άλλο, παραχωρώ ως συνοδό ή ακόλουθο, ἐπεί ῥά οἱ ὤπασα πομπόν, σε Ομήρ. Ιλ.· πολὺν δέ μοι ὤπασε λαόν, μου παραχώρησε πολλούς υπηκόους, με κατέστησε ηγεμόνα πολλών ανθρώπων, στο ίδ.Μέσ., διατάζω κάποιον να ακολουθήσει κάποιον άλλο, λαμβάνω ως συνοδό, σε Όμηρ. II. 1. επίσης, λέγεται για πράγματα, κῦδος ὀπάζει, του προσφέρει δόξα να τον ακολουθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, απλώς, δίνω, προσφέρω, παρέχω, σε Όμηρ., Πίνδ., Αισχύλ. 2. παρέχω επιπλέον, προσθέτω, ἔργῳ δ' ἔργον ὄπαζε, σε Ομηρ. Ύμν.· ἔργον πρὸς ἀσπίδι ὤπασεν, πρόσθεσε ένα έργο τέχνης στην επιφάνεια της ασπίδας, σε Αισχύλ. II. όπως το διώκω, πιέζω στενά, καταδιώκω, κυνηγώ, Ἕκτωρ ὤπαζε Ἀχαιούς, σε Ομήρ. Ιλ.· χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει, στο ίδ.Παθ., χειμάρρους ὀπαζόμενος Διὸς ὄμβρῳ, χείμαρρος που ακολουθεί τη βροχή, δηλ. ξέχειλος από τη βροχή, στο ίδ.